Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

"Οι κακές συνήθειες δεν κόβονται εύκολα - μέρος B" του Νεκτάριου Μπουτεράκου


...συνέχεια από το προηγούμενο.
     Η γη με φτύνει σαν μίασμα από τα σωθικά της. Καταλήγω σε μια ακόμα σπηλιά, λίγο μεγαλύτερη από την προηγούμενη. Η γυναίκα βρίσκεται πάνω στα πόδια μου και γλύφει τις ακαθαρσίες που άφησε το χώμα πάνω μου. Την κλωτσάω μακριά κι αυτή, γελώντας, μαζεύεται σε μια γωνία σαν αράχνη.

     Η σπηλιά αλλάζει μορφή. Γίνεται...

δρόμος υγρός, γεμάτος σκουπίδια και ξερατά. Απέναντι υπάρχει ένα πεζοδρόμιο, φωτισμένο από μια λάμπα που αναβοσβήνει. Ένας τεράστιος σκουπιδοτενεκές στέκει στην γωνία και δίπλα του πεταμένα χαρτόκουτα με μια στοίβα από κουρέλια πάνω τους. Πλησιάζω. Το τρεμάμενο φως με ζαλίζει. Με μια κοντινή ματιά ανακαλύπτω πως η στοίβα με τα κουρέλια είναι άνθρωπος. Ανασαλεύει κι εγώ πισωπατάω. Ανασηκώνεται και στηρίζει την πλάτη του στον τοίχο. Λιγδιασμένα μαλλιά και γένια με υπολείμματα τροφών επάνω, ίσως και ξερατών. Μια γάτα περνάει από δίπλα. Αφήνει έναν κίτρινο λεκέ στο κουρελιασμένο μπατζάκι του. καμία αντίδραση. Πλησιάζω περισσότερο και τον κοιτάω. Ανοίγει τα μάτια και με καρφώνει. Όχι, δεν είναι αυτός! Αποκλείεται... Ένας ρόγχος του πνίγει τον λαιμό. Βήχει και τον φτύνει στο πλάι. Φλέγμα και αίμα μαζί. Το πρόσωπό μου κολλάει στο δικό του, αλλά το βλέμμα του με διαπερνά. Νομίζω πως με αισθάνεται, γιατί τα μάτια του μετατρέπονται σε βούρκο από δάκρια. Η επιβεβαίωση της αναγνώρισής του είναι συγκλονιστική. Αναρωτιέμαι σε τι μιζέρια – κατάντια καλύτερα να πω – ξέπεσε!

     Η γυναίκα – αράχνη πλησιάζει το θύμα της. Φτάνει δίπλα του και με το χέρι της σκάβει τον τοίχο. Δύο κατάμαυρες κατσαρίδες πετάγονται από μέσα. Τον βλέπω να πιάνει τη μια. Τη δεύτερη δεν την προλαβαίνει. Με μιας τη βάζει στο στόμα και τη μασουλάει. Ο ήχος με αναγουλιάζει. Το γέλιο της γυναίκας μου τρυπάει τα αυτιά. Το χέρι της γίνεται κεντρί και του τρυπάει την κοιλιά...

     Τη δική μου κοιλιά. Τα βρώμικα μούσια, μου τρώνε το πρόσωπο. Μια γεύση εντόμου έχω στο στόμα. Το έντερό μου αδειάζει μέσα στο κουρελιασμένο μου παντελόνι. Ο πόνος μου τρυπάει την καρδιά. Το χέρι από μόνο πάει στην τρύπια τσέπη του παντελονιού και βγάζει μια τσαλακωμένη φωτογραφία. Εγώ κι αυτός, και πίσω μας η εταιρία που δουλεύαμε. Κλείνω τα μάτια και θυμάμαι με πόσο δόλο του στέρησα τη θέση που δικαιούταν. Μα εγώ τότε δεν νοιάστηκα τι θα απογίνει ο φίλος μου. Αδιαφόρησα και τον ξέχασα. Τώρα βιώνω την κατάντια του. μια άθλια ζωή, για την οποία εγώ ευθύνομαι. Ένας οξύς πόνος διαπερνά την κοιλιά μου, σαν να με σκίζουνε στα δύο. Τα σωθικά μου γίνονται κομμάτια. Ένα κύμα εμετού και αίματος πετάγεται από το σάπιο στόμα μου. Το κεφάλι μου πέφτει πάνω στο γλιστερό πεζοδρόμιο. Τα μάτια μου ορθάνοιχτα, σαν κομμάτια γυαλιού, βλέπουν την τελευταία τους εικόνα. Ξερατά και ακαθαρσίες.

     Τινάζομαι απότομα και σηκώνομαι όρθιος. Αντικρίζω τη γνώριμη σπηλιά. Νιώθω μια σαπίλα στο στόμα και προσπαθώ να την αποβάλω, φτύνοντας. Ουρλιάζω, αλλά φωνή δεν βγαίνει από μέσα μου. Δεν αντέχω άλλο. θέλω να φύγω. Έξοδος δεν υπάρχει. Μόνο η τρίτη γυναίκα που με κοιτάει και χαμογελάει. Ας μη με πλησιάσει! Κάθομαι στα πόδια μου και χώνω το κεφάλι μου ανάμεσά τους. Αναλογίζομαι το κακό που έχω κάνει. Τα πτώματα που πάνω τους πάτησα, για να αποκτήσω δόξα και φήμη. Ένα χέρι αγγίζει το κεφάλι μου. Είναι ζεστό. Κοιτάζω ψηλά και τη βλέπω. Είναι πανέμορφη. Μου πιάνει μαλακά το πιγούνι και με σηκώνει όρθιο. Δεν μπορώ να αντιδράσω. δεν θέλω να αντισταθώ. Ακουμπά τα δύο της χέρια στους ώμους μου και πλέκει τα δάκτυλά της στο σβέρκο μου. Τα μαλλιά της σαν κύματα φωτιάς με τυλίγουν. Τα μάτια της, κίτρινα σαν φλόγες, με διαπερνούν. Το κορμί μου φλέγεται, η συνείδησή μου λιώνει. Όλα γύρω μου γίνονται εκτυφλωτικά και καυτά. Εξαϋλώνομαι!

     Η τρίτη σπηλιά που βρίσκομαι είναι η πιο μεγάλη. Με αγγίζουν μυρωδιές από το σπίτι μου. Όχι, αυτό είναι το σπίτι μου! Κι εγώ κάθομαι στον καναπέ μου, φορώντας ένα μπουρνούζι μόνο. Το σώμα μου μοσχοβολάει. Έχω ρίξει το κεφάλι στον καναπέ και απολαμβάνω το ποτό και το τσιγάρο μου. Το κουδούνι χτυπάει. Σηκώνομαι και κατευθύνομαι στην εξώπορτα. Κάνω μια στάση στον καθρέφτη και ρίχνω μια ματιά. Χαζεύω την αλαζονεία μου. Πόσο όμορφο είναι το είδωλό μου! Με αποσπά το επίμονο χτύπημα του κουδουνιού. Ανοίγω την πόρτα και τη βλέπω μπροστά μου. Με προσπερνά και το άρωμά της, μεθυστικό, μου γαργαλάει τα ρουθούνια. Αρχίζω και διεγείρομαι. Την ακολουθώ. Κοιτάζω τα καλλίγραμμα οπίσθιά της και θεριεύω. Την αρπάζω από πίσω και κολλάω το σώμα μου στο δικό της. Δεν αντιστέκεται. Την απαλλάσσω από τα ρούχα της κι αυτή από το μπουρνούζι μου. Η τραπεζαρία είναι δίπλα μας. Την πιάνω από τη μέση και την ανεβάζω πάνω. Ένα πανάκριβο τασάκι από την Ιταλία γίνεται θρύψαλα στο πάτωμα. Ατύχημα θα πω πως ήταν. Ανοίγω τα πόδια της και μπαίνω μέσα της με δύναμη. Βογκάει ηδονικά. Ανάβω περισσότερο. Της τραβάω τα μαλλιά και οι αισθήσεις μου αγριεύουν. Με την άκρη του ματιού μου βλέπω τη γυναίκα με τα κατακόκκινα μαλλιά να σκύβει και να παίρνει στα χέρια της το εσώρουχο της πόρνης που πηδάω. Με τη διχαλωτή γλώσσα της γλύφει το λάφυρο. Μου χαμογελάει και το κρύβει πίσω από το μαξιλάρι του καναπέ. Δεν μου αποσπά την προσοχή. Κλείνω τα μάτια και συνεχίζω ακάθεκτος μέχρι το τέλος. Ανοίγω και παρατηρώ πως είμαι μόνος. Το όργανό μου χύνει, αλλά όχι σπέρμα. Χύνει αίμα. Ουρλιάζω, όμως φωνή δεν βγαίνει.

     Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει η γυναίκα μου. Τύψεις με κατακλύζουν. Οι τρεις Ερινύες πετούν ψηλά με σαρδόνια χαμόγελα στα χείλη τους. Θέλω να χωθώ στην αγκαλιά της και να ξυπνήσω από τον εφιάλτη. Αφήνει την τσάντα της στην είσοδο και προχωράει προς το σαλόνι. Σταματάει, κοιτώντας τον καναπέ. Το ένα μαξιλάρι είναι στραβό. Πως της ξέφυγε; Θέλει τα πάντα στην εντέλεια. Πλησιάζει να το φτιάξει. Αντιλαμβάνομαι τι πρόκειται να ακολουθήσει και ενστικτωδώς τρέχω να την προλάβω, μα τα πόδια μου έχουν κολλήσει στο ξύλινο πάτωμα. Έχουν γίνει ξύλινα κι αυτά. Σηκώνει το μαξιλάρι και βλέπει το εσώρουχο. Νιώθω την έκπληξή της. Αισθάνομαι την αντάρα της καρδιάς της. Ο πόνος και η οργή έχουν ζωγραφιστεί στο πρόσωπό της. Τρέχει κι ανεβαίνει την σκάλα. Εγώ έχω γίνει ολόκληρος ξύλινος, ασάλευτος. Η ώρα περνάει γρήγορα. Να την, κατεβαίνει με μια βαλίτσα κι έναν φάκελο στο χέρι. Τον πετάει, κλαίγοντας, πάνω στον καναπέ με το εσώρουχο. Ακούω την εξώπορτα να βροντάει και η δόνηση με ταράζει. Όλα γύρω μου καταρρέουν. Η μοναξιά μου γίνεται λεπίδα, που ασύστολα θερίζει. Τα πάντα αρχίζουν και λιώνουν. Χάνουν την μορφή τους, την υπόστασή τους. Μοιάζουν γκρίζα και άψυχα, όπως και η μοναξιά. Λιώνω κι εγώ μαζί. Χάνομαι!

     Ξέρω, πλέον, που θα βρεθώ. Δεν με ενδιαφέρει αν θα σωθώ ή αν θα πεθάνω. Η σπηλιά είναι άδεια. Μόνο η μαύρη τρύπα χάσκει απέναντί μου, μονάχη της κι αυτή. Δεν έχω άλλη επιλογή. Θα μπορούσα να κάθομαι να την κοιτάζω, μέχρι να αφήσω την τελευταία μου πνοή, αλλά έχω συνηθίσει να προχωρώ. να πατάω επί πτωμάτων. Αυτό θα κάνω και τώρα. Βαδίζω προς το χάος, μα δεν αντιμετωπίζω αυτό. Μια πόρτα ορθώνεται μπροστά μου. Ναι, θα την ανοίξω! Το σιδερένιο πόμολο είναι παγωμένο. Το κατεβάζω και η πόρτα υποχωρεί. Τι υπάρχει μπροστά μου; Ένας καθρέφτης από άκρη σε άκρη. Κοιτάω μέσα. Το θέαμα δεν με τρομάζει. Ό,τι αντικρίζω, το νιώθω και μέσα μου. Τη μαυρίλα γύρω από τον λαιμό μου, την τρύπα στην κοιλιά μου, το κενό στην ψυχή μου. Ουρλιάζω τόσο δυνατά που ο καθρέφτης εκρήγνυται. Εκατομμύρια θραύσματα μου διαπερνούν το δέρμα, τα σωθικά και το μυαλό. Τα νιώθω να ξεσκίζουν κάθε κύτταρό μου. Να με αποτελειώνουν. Το αξίζω!

     Στέκομαι τώρα άυλος απέναντι από τον πέτρινο τοίχο. Το φεγγάρι έχει από ώρα πάρει τον δρόμο του. Κοιτάω χαμηλά και βλέπω το θρυμματισμένο σακί από αίμα και κόκκαλα, που κάποτε ονόμαζα σώμα μου. Μονάχο του! Μόνο τρεις γάτες βρίσκονται τριγύρω και γλύφουν το αίμα από το έδαφος. Προσπερνάω, πατώντας πάνω στο κορμί μου. Οι κακές συνήθειες δεν κόβονται εύκολα.

Συγγραφέας: Νεκτάριος Μπουτεράκος - φοιτητής Tabula Rasa 

1 σχόλιο: