Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

"Η αναμονή" της Παναγιώτας Καρκαβίτσα



Ήταν Κυριακή. Η Μελίτα θα αργούσε να ξυπνήσει κι έτσι η Μένια αποφάσισε να χαλαρώσει, ξεφυλλίζοντας το άλμπουμ των παιδικών της χρόνων. Ανέβηκε τη σκάλα σιγά - σιγά και πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Άνοιξε την ντουλάπα και άρχισε να ψάχνει το άλμπουμ κάτω από τα στοιβαγμένα ρούχα που είχε τακτοποιήσει με προσοχή.


Ο άντρας της κοιμόταν ακόμα και μάλιστα βαριά, ωστόσο αυτό δεν την εμπόδισε να καθίσει στο κρεβάτι και να πάρει το άλμπουμ στα πόδια της. Άνοιξε το άλμπουμ και είδε την φωτογραφία που ήταν με τον αδελφό της. Πόσο να ήταν τότε; Κάπου στα έξι με επτά, λίγο κοντή για την ηλικία της αλλά δεν την ένοιαζε καθόλου. Κοίταξε με προσοχή την φωτογραφία και παρατήρησε ότι ήταν στον αχυρώνα του πάππου της, συντροφιά με τον μαστρο-Γρηγόρη, τον γαϊδαράκο που τόσο αγαπούσε και δεν ήθελε με τίποτα να τον κουράζει και ας έλεγε ο παππούς της, ότι  τα ζωντανά υπάρχουν για να τα παιδεύουμε. Ήρθαν στο μυαλό της οι στιγμές που ήταν κοριτσάκι, ένα κοριτσάκι χωρίς σκοτούρες και υποχρεώσεις, ανέμελο όπως τα κλαράκια στα χωράφια του χωριού της. 

Για λίγο ευχήθηκε να γύριζε τον χρόνο πίσω και να γινόταν και πάλι κοριτσάκι. Για λίγα λεπτά κράτησε τα μάτια της κλειστά. Και δεν την ενοχλούσε ούτε ο ήχος από το ροχαλητό του Στέλιου. Δεν μπορούσε τίποτα να της χαλάσει αυτή την μαγεία των αλληλένδετων σκέψεων που διακατείχαν το μυαλό της.


Πήρε μια βαθιά ανάσα και λίγο μετά άνοιξε τα ματόκλαδα της. Γύρισε την επόμενη σελίδα από το άλμπουμ και τότε είδε την φωτογραφία που ήταν στο γυμνάσιο παρέα με τις ξαδέλφες, την Σμαρώ και την Κατίνα.

«Που να βρίσκονται άραγε τώρα;», μονολόγησε.


Όταν παντρεύτηκαν με τον Στέλιο έφυγαν άρον άρον για την Αυστραλία και δεν είδε από τότε κανέναν από το σόι της. Μονάχα τον αδελφό της που τους επισκεπτόταν όταν τύγχανε να ερχόταν στο Σίδνεϊ.


Στο μυαλό της ήρθε η σκηνή που πρωτοφόρεσε την σχολική ποδιά της. Πόσο υπέροχη ήταν, κεντημένη με θαλασσί κλωστή και πιασίματα στα πλάγια και το ταμπελάκι να αναγράφει "1ο Γυμνάσιο θηλέων Σούλι". Ήταν πολύ περήφανη που φόραγε αυτή την στολή και αυτό γιατί της την είχε κεντήσει η συγχωρεμένη η γιαγιά της. Όταν την φόραγε αισθανόταν όλο νάζι και χάρη. Έλαμπε ολόκληρη από την χαρά της.


«Αχ, χωριουδάκι μου γλυκό πόσο σε έχω πονέσει. Μακάρι να είχα την δύναμη να έρθω πίσω και να σε δω!»

Ψιθύρισε τόσο σιγά που με δυσκολία άκουσε τα λόγια της να βγαίνουν από το στόμα της.


Γύρισε πάλι το φύλλο του άλμπουμ άλλα αυτή την φορά η φωτογραφία που είδε της έξυσε μια πληγή που ποτέ δεν επουλώθηκε. Ο γάμος της με τον Στέλιο. Η φωτογραφία έδειχνε εκείνη να φοράει ένα λευκό φουστάνι και μια τιάρα στα μαλλιά από την οποία στεκόταν το πέπλο της. Από την δεξιά πλευρά ήταν η κουμπάρα της ενώ από τα αριστερή ο Στέλιος και ακολουθούσε η πεθερά με την μάνα της. Χόρευαν τον χορό της «νυφικής κρεβάτας», όπως αποκαλούσαν στο Σούλι τον πρώτο χορό που  έσερνε η κουμπάρα του ζεύγους. Θυμήθηκε πόσο αγχωμένη και προβληματισμένη ήταν για τον γάμο της. Θα ΄ταν-δεν θα ΄ταν δεκαεπτά χρονών, όταν ο πατέρας της ως σώφρων στρατηγός της έκανε προξενιό με τον γιο του πιο πλούσιου γαιοκτήμονα σε ολόκληρο το Σούλι, με σκοπό να την ανταλλάξει με τριάντα στρέμματα γόνιμης γης.


Η Μένια δεν ήθελε ούτε να το ακούσει. Άλλα όνειρα είχε εκείνη. Ήθελε να γίνει δασκάλα και να πάει στην Πρωτεύουσα να σπουδάσει. Το πανεπιστήμιο για εκείνη ήταν ότι για τον πατέρα της τα τριάντα στρέμματα γης. Δύναμη, κουράγιο και γνώση. Όμως τα όνειρα της Μένιας έμειναν μόνο στο πίσω μέρος του μυαλού της αφού παντρεύτηκε τελικά τον Στέλιο και αντί να σπουδάσει το πανεπιστήμιο των γραμμάτων, σπούδασε το πανεπιστήμιο της ζωής.


Λίγα χρόνια αργότερα ξέσπασε χούντα στην Ελλάδα κι έτσι η Μένια μαζί με τον άντρα της αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στα ξένα. Παρέα με μια βαλίτσα στο χέρι και ένα μωρό στα σπλάχνα της κίνησε μαζί με τον Στέλιο για την Αυστραλία. Τα πρώτα χρόνια δεν ήταν καθόλου εύκολα και για τους δυο τους. Εκείνη να καθαρίζει σκάλες το πρωί και το βράδυ να πηγαίνει στα σινεμά για να πουλά ξηρούς καρπούς και ροφήματα. Ο Στέλιος πάλι να δουλεύει σε όποια οικοδομή βρει για βγάλει ένα κομμάτι ψωμί με σκοπό να ταΐσει την οικογένεια του. Είκοσι χρόνια πέρασαν μέσα στην δυστυχία και την μιζέρια. Όμως υπήρχε κι ένα καλό… το μωρό τους, το Αλικάκι τους, που πια είχε μεγαλώσει και είχε γίνει ολόκληρη δεσποινίδα.

«Καρδούλα μου γλυκιά», ψιθύρισε η Μένια καθώς το μυαλό της χόρευε στους ρυθμούς της λησμονιάς. Όλα έγιναν τόσο απότομα.


Είκοσι τριών χρονών ήταν η Αλίκη όταν έμεινε έγκυος από τον Ντανιέλ, έναν αυστραλέζο με αργεντίνικη καταγωγή κι αναγκάστηκε να παντρευτεί. Η Μένια είχε πικραθεί  που θα αποχωριζόταν την μονάκριβη κόρη της από τόσο νωρίς, όμως αδημονούσε για τον ερχομό της εγγονή της, της Μελίτας. Γι αυτούς τους εννιά μήνες δεν έφυγε από το πλευρό της κόρης της.


Πέντε μήνες αργότερα η κόρη της με τον γαμπρό της, της ανακοίνωσαν ότι θα πηγαίνανε γαμήλιο ταξίδι στην Χιλή για έναν μήνα, μιας και λόγω της εγκυμοσύνης δεν είχαν πάει μέχρι τότε. Η Μένια με τον Στέλιο τους έδωσαν την ευχή τους και τους διαβεβαίωσαν ότι για όσο έλειπαν θα φρόντιζαν την Μελίτα σαν να ήταν αυτοί εδώ. Όμως ο ένας μήνας έγινε μίσος χρόνος και ο μισός χρόνος έγινε οκτώ χρόνια. Οκτώ χρόνια η Μένια είχε να δει την κόρη της. Οκτώ χρόνια ζούσε μέσα στην άγνοια για το αν το παιδί της ήταν ζωντανό ή όχι. Όλες οι αρχές, της είχαν αποκλείσει το ενδεχόμενο πως η κόρη της μαζί με τον άντρα της θα ήταν ζωντανοί, αφού όλα έδειχναν ότι είχαν πέσει θύματα αρπαγής.


Όσο και αν προσπαθούσε η Μένια να το χωνέψει δεν μπορούσε. Ξαφνικά έμεινε με ένα παιδί που καλούταν να το μεγαλώσει μαζί με τον άντρα της χωρίς καν να γνωρίζει αν οι γονείς του ήταν ζωντανοί.


Η Μένια αναστέναξε γοερά. Κοίταξε το ρόλοι. Η ώρα είχε πάει δέκα το πρωί. Ό Στέλιος την χάιδεψε στον ώμο.

«Δεν είσαι καλά… το βλέπω στα μάτια σου».

«Θέλω πίσω το Αλικάκι μας… Δεν μπορώ άλλο να ζω έτσι…»

Τα μάτια της Μένιας έκαιγαν και τα δάκρυα έλουζαν το ρυτιδιασμένο πρόσωπο της.

«Δεν έχει πεθάνει… Έχε μου εμπιστοσύνη», την καθησύχασε, χαϊδεύοντας την στο μάγουλο.

Στη συνέχεια την φίλησε και σηκώθηκε από το κρεβάτι.

Βήματα έρχονταν προς την πόρτα του δωματίου και τα γυμνά πέλματα της Μελίτάς έκαναν αισθητή την παρουσία της. Φίλησε όπως εκείνη μόνο ήξερε την γιαγιά της δίνοντας της παρηγοριά στο δράμα που εδώ και οκτώ χρόνια ήταν αναγκασμένη να ζει με αυτό. Η Μένια πήρε αγκαλιά την Μελίτα, της ψιθύρισε ότι την αγαπά και ύστερα έριξε ένα απλανές βλέμμα στο μισάνοιχτο άλμπουμ… στο φύλλο με την φωτογραφία που ήταν νύφη… λέγοντας από μέσα της τα λόγια του Ύψιστου:

«Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.»

Συγγραφέας: Παναγιώτα Καρκαβίτσα - Φοιτήτρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου