Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

“Λάθος Εμπιστοσύνη” (β’ μέρος) της Γεωργίας Μαρίνου



Δεν ξέρω πόση ώρα ήμουν εκεί μέσα. Προσπάθησα να τηλεφωνήσω στη Σοφία αλλά δεν έπιανε σήμα εκεί κάτω. Μερικές σταγόνες νερού έμπαιναν λαθραία από τον τοίχο, κι έτσι μετρούσα πιο εύκολα τα δευτερόλεπτα. Δεν ξέρω αν μου έμενε άλλος χρόνος. Η μυρωδιά του άγνωστου νεκρού μου προκαλούσε εμετό. Ήμουν σίγουρος πως ο Σωτήρης είχε κάνει το φόνο κι εγώ ήμουν ο επόμενος.

Χτύπησα την πόρτα ουρλιάζοντας. Τίποτα. Καμία απάντηση. Τα πόδια μου ανήμπορα να με συγκρατήσουν με άφησαν να συρθώ στο πάτωμα. Το αυτί μου κόλλησε στο ξύλο. Ήταν ακόμα εκεί, τον πρόδωσε ο ήχος απ τον αναπτήρα του. Άναψε τσιγάρο. Η μυρωδιά του καπνού δεν άργησε να με πνίξει. Βήματα. Ο βήχας μου τον τράβηξε κοντά μου. Αργά βήματα πλησίασαν στην πόρτα. 

Δεν μίλησα. Γονάτισε. «Δεν ήξερα πως σε πειράζει το τσιγάρο». Το στόμα του απελευθέρωσε περισσότερο καπνό στη χαραμάδα. Ο βήχας μου έγινε ακόμα πιο έντονος. Προσπάθησα να κουνηθώ αλλά ο τρόμος με είχε παραλύσει.
 
Ένιωσα κάτι υγρό να κυλάει στα μάγουλα μου. Δάκρυα; Πλησίασα το χέρι μου. Δάκρυα. Για χρόνια δεν επέτρεπα στον πόνο μου να βγει προς τα έξω και τώρα  που έφτασα στο τέλος… Έκλεισα τα μάτια μου. Βαθύ σκοτάδι. Από αυτό ξεπρόβαλλε η μορφή της Σοφίας. Η μόνη μου ελπίδα. Άνοιξα τα μάτια μου, έμειναν για ώρα κολλημένα στο ίδιο σημείο. Όλες οι στιγμές της ζωής μου διαδραματίζονταν μπροστά μου. Λάθη, επιλογές που έπρεπε να είχα κάνει. Μακάρι να μην ερχόμουν ποτέ, μακάρι να… Θέλω να φύγω! Θέλω να ζήσω. Όσες φορές κι αν το ψιθύρισα στον εαυτό μου δεν έπιασε.

Η εξώπορτα του μαγαζιού άνοιξε. Κάποιος ήρθε, κάποιος πελάτης ίσως. «Γεια σου μπαμπά». Η Σοφία. Υπάρχει ελπίδα. Φώναξα. Έτρεξε μέσα κάνοντας ανακριτικές ερωτήσεις στον πατέρα της. Εκείνος ξεκλείδωσε χωρίς να της απαντήσει. Μπήκε μέσα και μ’ αγκάλιασε σοκαρισμένη. Τα χέρια μου την τύλιξαν σφιχτά. 

Προσπάθησα να μιλήσω, αλλά είχα χάσει τη φωνή μου. Σκέπασε το πρόσωπο μου με τα χέρια της. Όλα είχαν τελειώσει θα σωνόμουν. Γύρισε κι αγριοκοίταξε τον πατέρα της. «Μα καλά κι αυτόν εδώ θα τον θάψουμε;» Η πληροφορία με παρέλυσε εντελώς. Έμεινα ακίνητος να την κοιτάζω με βλέμμα παγωμένο.
«Αγάπη μου, λυπάμαι αλλά θα μοιραστείς τον ίδιο τάφο με κάποιον άλλο». Το πρόσωπο της είχε αλλάξει. Τα μάτια της έβγαζαν σπίθες κακίας. Με φίλησε με πάθος, ήταν η πρώτη φορά που δεν ένιωσα τίποτα. Έφυγε απ το δωμάτιο και με κλείδωσε ξανά μέσα. 
Αγκάλιασα τα γόνατα μου και χώθηκα σε μία παγωμένη γωνία. Τα μάτια μου έψαχναν με μανία για κάποια έξοδο. Το βλέμμα μου έπεσε ξανά στο νεκρό. Μία σφαίρα στο κεφάλι ήταν αρκετή για να τον αποτελειώσει. «Πως θα με σκοτώσει; Αν μ’ αγαπάει πιο πολύ απ’ αυτόν τότε, ίσως να έχω έναν γρήγορο θάνατο». Οι σκέψεις μου ανεξέλεγκτες ανακατεμένες με ασυναρτησίες. 

Προσπάθησα να βάλω τα πράγματα σε μία τάξη. Έπρεπε να βρω ένα τρόπο να αποδράσω. Ο χώρος κλειστός. Μονάχα ένα παραθυράκι με κάγκελα χάριζε φως στο δωμάτιο. Ίσως, αν μπορούσα να το φτάσω. Απέναντι μου ένα έπιπλο γεμάτο ράφια. Κατέβασα ότι υπήρχε εκεί πάνω και δοκίμασα να σκαρφαλώσω. Το παραθυράκι ήταν τόσο χαμηλά που έβλεπα μόνο τα πόδια των περαστικών.  Προσπάθησα να φωνάξω, κανείς δεν με άκουγε, έπρεπε να φωνάξω πιο δυνατά, μα δεν τολμούσα. Ένα ζευγάρι τακούνια σταμάτησαν μπροστά μου. Μία κυρία έσκυψε για να με ακούσει καλύτερα. Δεν πρόλαβα να πω πολλά, μονάχα “βοήθεια”. Η πόρτα άνοιξε απότομα, έχασα την ισορροπία μου και βρέθηκα στο πάτωμα. Η Σοφία έτρεξε δίπλα μου.
«Α όχι, μην μου πάθεις κάτι από τώρα… έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας».
Μου έβγαλε την μπλούζα κι εμφάνισε ένα μικρό σουγιά. Ο Σωτήρης μου έκλεισε το στόμα με χάρτινη ταινία. Προσπάθησα να αντισταθώ, οι δυνάμεις μου με είχαν αφήσει. Αιχμαλώτισε τα χέρια μου μ’ ένα σχοινί. Εκείνη πλησίασε το σουγιά στο μάγουλο μου χαράζοντας μία κόκκινη γραμμή επάνω του. Η κραυγή δεν πέρασε την ταινία. Έτρεμα. Πολύ. Η κόκκινη γραμμή συνεχίστηκε μέχρι το στήθος μου. Τα μάτια μου έτοιμα να πεταχτούν έξω, απ τον πόνο. Ο ιδρώτας σκέπασε το πρόσωπο μου κι έγινε ένα με τα δάκρυα. Αυτό ήταν. Σαν πυρακτωμένη λεπίδα πέρασε το μαχαίρι στα σωθικά μου. Τα μάτια μου έκλεισαν. Δεν ένιωθα πια το σώμα μου να με βαραίνει.

Κάποιος χτυπούσε την πόρτα του μαγαζιού. Ο ήχος τόσο μακρινός, σχεδόν ονειρικός. Ένας δυνατός κρότος. Κάποιος άνοιξε την εξώπορτα. Βήματα πλησίασαν προς το υπόγειο. Η πόρτα είχε ξεμείνει ανοιχτή. Μία φωνή σίγουρη, σημάδευε με όπλο τη Σοφία και τον πατέρα της. Εκείνη άφησε το σουγιά να ξεφύγει απ τα χέρια της. Ο αστυνομικός τους πέρασε χειροπέδες. Τα ίδια τακούνια που είδα απ το παράθυρο στέκονταν τώρα μπροστά μου.  Λιποθύμησα.
Δεν ξέρω πόσο καιρό ήμουν αναίσθητος στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Σήμερα ξύπνησα και την είδα δίπλα μου. Η κυρία που με έσωσε.  Συστήθηκε με το όνομα Μαίρη, μου είπε όλα όσα συνέβησαν αφότου έχασα τις αισθήσεις μου. Η Σοφία και ο πατέρας της φυλακίστηκαν.
«Τουλάχιστον εκείνος ο άντρας δικαιώθηκε, έστω και μετά το θάνατο του» Το πρόσωπο της σκοτείνιασε.
«Εκείνος ο άντρας ήταν ο σύζυγος μου. Είχε εξαφανιστεί για μέρες δεν είχα ιδέα που βρισκόταν και ξαφνικά τον είδα εκεί…». Άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Τα ερωτήματα στο κεφάλι μου με πίεζαν να συνεχίσω τη συζήτηση.
«Τους ξέρατε; Τη Σοφία και το Σωτήρη».
«Όχι, δεν ξέρω τι σχέση είχε μαζί τους ο άντρας μου».
«Το αναφέρατε στην αστυνομία;».
«Ναι, αλλά δεν έχει κανένα νόημα πλέον».
Σταμάτησα. Σιωπή για λίγα λεπτά. Ο γιατρός μπήκε μέσα όλο χαρά και μου ανακοίνωσε πως μπορούσα να γυρίσω επιτέλους στο σπίτι μου. Δεν ήθελα τίποτα περισσότερο. Σηκώθηκα όσο πιο απαλά μπορούσα. Η πληγή ακόμα με πονούσε.  Η Μαίρη με βοήθησε να ντυθώ ώσπου φτάσαμε στην έξοδο του νοσοκομείου. Προσφέρθηκε να μου κάνει το τραπέζι. Δεν είχα κανένα λόγο να αρνηθώ.

Σύντομα βρισκόμουν στο τραπέζι της και τρώγαμε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
«Η μαγειρική σας είναι εξαιρετική».
«Σε ευχαριστώ Μιχάλη μου. Να σου βάλω κι άλλο κρασί;».
«Δεν ξέρω αν κάνει».
«Οι γιατροί είναι πάντα υπερβολικοί».
Δεν πρόλαβα να φέρω αντίσταση και ήδη γέμιζε το ποτήρι μου με κόκκινο κρασί. Ήπια αχόρταγα μερικές γουλιές. Το ποτό άρχισε κιόλας την επίδραση του και η ζαλάδα με κυρίευσε. Σταμάτησα να πίνω. Έκανα μία προσπάθεια να σηκωθώ, όλα γύριζαν. Κρατήθηκα απ το τραπέζι μα έπεσα κάτω. Η Μαίρη δίπλα μου ατάραχη.

Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει. Ένιωθα την πλάτη μου να ακουμπάει σε κάτι μαλακό. Κοίταξα καλύτερα. Ήμουν πάνω σε κρεβάτι. Προσπάθησα να κουνηθώ. Μάταια, τα χέρια μου ήταν δεμένα. Η Μαίρη μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας ένα μαχαίρι.
«Τι, τι κάνεις;» τραύλισα.
«Εγώ φύτεψα τη σφαίρα στο κεφάλι του. Να ‘ναι καλά το Σοφάκι που με βοήθησε».
«Δεν καταλαβαίνω».
«Σσσς… Θα καταλάβεις. Πολύ σύντομα. Βλέπεις, η αστυνομία άρχισε να ψάχνει πολύ, με θεωρούσαν βασική ύποπτο για την εξαφάνιση του. Έτσι εσύ μου έδωσες την ευκαιρία να ενοχοποιήσω τη Σοφία και τον πατέρα της».
«Και πως ξέρεις ότι δεν θα σε προδώσει;».
«Δεν θα το κάνει. Γιατί της υποσχέθηκα πως θα τελειώσω αυτό που άρχισε. Μην το πάρεις προσωπικά δεν έχει να κάνει μ’ εσένα. Είναι ένα παιχνίδι της Σοφίας».

Η Μαίρη πλησίασε απειλητικά με το μαχαίρι. Σπαρταρούσα σαν το ψάρι στην προσπάθεια μου να λυθώ.
«Βοήθεια!», ούρλιαξα...

Όλα τέλειωσαν…


  Συγγραφέας: Γεωργία Μαρίνου - Φοιτήτρια Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου