Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Κυριακή 19 Απριλίου 2015

“Ο κύριος Τέλειος” της Κατερίνας Τσιτούρα

Εκείνο το πρωινό ένιωθα μια πρωτόγνωρη νευρικότητα. Θα τον αντίκριζα και πάλι έπειτα από ένα αινιγματικό γράμμα, μια άδεια γωνιά του κρεβατιού και ένα ποτάμι ανώφελα δάκρυα. Είναι βέβαιο, είχα όλο τον καιρό μπροστά μου προκειμένου να σχεδιάσω με μαεστρία τον ιστό της εκδίκησής μου.

Κάποια στιγμή, τα δύο απατηλά μπλε μάτια του θα διασταυρώνονταν με την ειλικρίνεια του βλέμματός μου και τότε, η αλήθεια θα θρυμμάτιζε την υποκρισία του κομψού του σύμπαντος. Θα με παρακολουθούσε να εισβάλλω με το αέρινο περπάτημά μου στο μικρό μπαρ που υπήρξε αδιάψευστος μάρτυρας των όρκων αιώνιας αγάπης και η καρδιά του θα χόρευε στο ρυθμό μιας μελωδίας από εκείνες που στέκονται ικανές να τραβήξουν από το χέρι την υπνωτισμένη νοσταλγία και να την εγκλωβίσουν στα πιο βασανιστικά σοκάκια του μυαλού. 

Οι υπόλοιποι θαμώνες θα με περιεργάζονταν αισθησιακά από την κορυφή ως τα νύχια, και εγώ θα τους χάριζα το πιο φιλήδονο χαμόγελό μου, αναμεμειγμένο με σταγόνες αέρινων υποσχέσεων και αρώματα προκλητικού φλερτ. Τότε, ο εν λόγω κύριος, θα κατέβαζε τα μούτρα του μέχρι το πάτωμα, καθώς θα συνειδητοποιούσε ότι η μόνη σταθερή προτίμηση της ζωής μου αποτελεί το εκτυφλωτικό κόκκινο κραγιόν μου. Και, πράγματι, η κλεφτή του ματιά θα επιβεβαίωνε ότι τα ζουμερά μου χείλη σημαδεύουν με το φιλί τους νέα θύματα της αδιαμφισβήτητης γοητείας τους.

Και πια, η ζήλεια θα έπνιγε τον μακρύ λαιμό του και με τη δεσποτική της φύση θα τον υποχρέωνε να χαλαρώσει το σφίξιμο της πανάκριβης γραβάτας του. Θα κατευθυνόμουν στη διπλανή θέση, θα του εκτόξευα βέλη μίσους με την απαράμιλλη χάρη της αδιαφορίας μου και θα έδινα όλο νάζι την παραγγελία μου. Έπειτα, θα προσηλωνόμουν στην οθόνη του κινητού μου και ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ένα πνιχτό γελάκι θα συνόδευε την ανάγνωση των μηνυμάτων μου. Το κόκκινο κρασί θα είχε τώρα προσγειωθεί στον πάγκο του μπαρ και εγώ θα ευχαριστούσα τον υπάλληλο, συνοδεύοντας τις λέξεις με ένα από εκείνα τα λάγνα βλέμματα που καθιστούν απόλυτα σαφές ότι θα επιθυμούσα να πιώ και ένα ποτήρι αλκοόλ μαζί του, κάπου πιο ήσυχα φυσικά…

Και πια, ο κύριος Τέλειος, κατατροπωμένος στη θλιβερή γωνιά του, θα προσπαθούσε να ανασκουμπωθεί με συμμάχους το καλοραμμένο, κλασικό κοστούμι του και την αρρενωπή χροιά της φωνής του. Θα με ακουμπούσε στον ώμο, δήθεν τρυφερά, και θα μου έλεγε, χρωματίζοντας τη φωνή του με προσποιητό ενδιαφέρον: “Δεσποινάκι, μια χαρά φαίνεσαι!". Kαι τότε, θα ταξίδευα πίσω στο χρόνο, σε εκείνη την καταραμένη πρώτη μας συνάντηση. Άλλη μια μέρα ρουτίνας στη δουλειά ξημέρωνε και εγώ ντυνόμουν, σφυρίζοντας αδιάφορα, ενώ η θεά Μοίρα χασκογελούσε πίσω από την καλογυμνασμένη μου πλάτη. Έμπαινα στο κόκκινο αυτοκίνητο μου, πατούσα απαλά το γκάζι και εκτοξευόμουν σε πίστες άγνωστες αλλά δελεαστικές. Έφτανα στον χώρο εργασίας, καλημέριζα τους πάντες με ένα χαμόγελο που αποκάλυπτε την τέλεια οδοντοστοιχία μου και έπαιρνα τη θέση μου στο γνώριμο γωνιακό γραφείο. Η δαμόκλειος σπάθη των χιλιάδων εκκρεμοτήτων αναμετριόταν με την εκ φύσεως αγχωτική μου προσωπικότητα και τα πρόσωπα χάνονταν από τον ορίζοντα καθώς βυθιζόμουν στον βαθύ ωκεανό των υποχρεώσεών μου. Ώσπου μια φωνή θα ταξίδευε στο κελάρι του μυαλού μου και θα με ανάγκαζε να επιστρέψω στον κόσμο των ανούσιων κοινωνικών συναναστροφών. «Δεσποινίς Κορκοκίου, να σας συστήσω το νέο σας συνάδελφο. Αλέξης Βαϊμάρης. Φιλόδοξος και πολλά υποσχόμενος διαφημιστής. Μαζί θα δουλέψετε το νέο πρότζεκτ της εταιρίας. Θα ήθελα να συνεργαστείτε στενά καθώς η επιχείρηση έχει ποντάρει πολλά στο δημιουργικό ταλέντο και των δύο», θα άκουγα τον παχουλό προϊστάμενο να μου λέει. 

Και έπειτα, η ματιά μου θα σταματούσε σε εκείνο το αξιοθρήνητο πλάσμα που βιάστηκα να βαφτίσω ιδανικό έρωτα. Με κοιτούσε με ένα βλέμμα ενοχλητικά αλαζονικό που με έκανε να επιθυμώ να προσγειώσω με κρότο την παλάμη μου στο μάγουλό του. Οι έντονες γωνίες του προσώπου του υπογράμμιζαν την αρρενωπή του φύση και το φιλήδονο στόμα του επέτεινε τον υπόγειο εκνευρισμό της στιγμής.
«Χαίρω πολύ», θα ξεστόμιζε με μια φωνή ικανή να ξελογιάσει αφοσιωμένες, στα ιερά τους καθήκοντα, καλόγριες.

Οι πρώτοι μήνες κυλούσαν μέσα σε μια συνεχή κόντρα με διεκδικούμενο έπαθλο την εύνοια του προϊσταμένου. Δύο ανταγωνιστικές προσωπικότητες μονομαχούσαν προκειμένου να καταστήσουν σαφή την υπεροχή τους σε ρηξικέλευθες ιδέες, εμπνευσμένες εφαρμογές, αστραφτερές προοπτικές επαγγελματικής αναρρίχησης.
Και ένα αμαρτωλό βράδυ, οι έντονες διαφωνίες θα σκίαζαν για ακόμη μια φορά τις πιθανότητες μιας αναίμακτης συνεργασίας. Εγώ, σηκωνόμουν πια από την αριστοκρατική μου πολυθρόνα και κατευθυνόμουν προς την πόρτα εξόδου, επιχειρώντας να εκφράσω την πλήρη αντιπάθεια μου προς το ενοχλητικά γοητευτικό του πρόσωπο. Εκείνος, όμως, αυτήν τη φορά με τραβούσε αποφασιστικά από το χέρι, με έσπρωχνε με δύναμη στον τοίχο και κολλούσε το σμιλεμένο του κορμί πάνω μου καθώς τα χείλη του εξερευνούσαν με πρωτόγνωρο πάθος τα δικά μου. Και ύστερα, αυτό ήταν. Σαν άψογη επαγγελματίας αποφάσιζα να ακολουθήσω με στρατιωτική πειθαρχία τις υποδείξεις στενής συνεργασίας του παχουλού προϊσταμένου. Και σε διαβεβαιώνω, οι νέοι όροι συναναστροφής άρχισαν σύντομα να αποδίδουν ζουμερούς καρπούς. Οι συναρπαστικές προτάσεις διαδέχονταν η μια την άλλη και οι νύχτες πάθους συναινούσαν με την υπογραφή τους στην ψευδαίσθηση της αιώνιας συμφωνίας με την ευτυχία.

Ώσπου ένα πρωινό, ξυπνούσα από το λήθαργο της φτερωτής αγάπης και αντίκριζα στο πλάι μου ένα άδειο μαξιλάρι. Πάνω σε αυτό, το γράμμα του. Δευτερόλεπτα αργότερα, φυλάκιζα στις παλάμες των χεριών μου το επαίσχυντο φύλλο χαρτί και διάβαζα το σημείωμα της ντροπής. «Υπήρξες μια άξια αντίπαλος, να ξέρεις. Ξεχωριστή, από εκείνες που ερωτεύεσαι χωρίς καλά-καλά να το αντιληφθείς. Είχα μια αποστολή όμως και έπρεπε να την εκτελέσω άψογα. Ελπίζω κάποτε να καταλάβεις». Η καρδιά μου χόρευε σε ρυθμούς απελπισμένους και το τρέμουλο των χεριών μου υπογράμμιζε την απόγνωσή μου. Το βλέμμα μου παρατηρούσε το παραβιασμένο συρτάρι και ο υπολογιστής μου πιστοποιούσε την απάτη. Το κοινό μας πρότζεκτ είχε κάνει φτερά, όπως και μια νέα καμπάνια που σχεδίαζα με πρωτοφανή μυστικότητα προτού εμφανιστεί στο μονοπάτι μου ο μισητός εχθρός.

Στην αντίπαλη διαφημιστική εταιρεία, δύο καινοτόμα σχέδια προσγειώνονταν ήδη στις αγκαλιές των κενόδοξων κατασκόπων και στους διαδρόμους της επιχείρησης τα χαμόγελα ικανοποίησης τρυπούσαν με τη σαρκαστική τους δύναμη την προδομένη μου ψυχή. Από εκείνη τη στιγμή, τα σχέδια εκδίκησης χρίστηκαν πιστή συντροφιά μου, έδωσαν νόημα στις μίζερες νύχτες μου. Και έξι μήνες αργότερα, ένα μήνυμα εμφανιζόταν στην οθόνη του κινητού μου και έδινε τροφή στις πιο μνησίκακες φαντασιώσεις μου: «Θέλω τόσο πολύ να σε ξαναδώ. Σε παρακαλώ, μη μου το αρνηθείς. Θα σε περιμένω αύριο, στις εννιά, στο δικό μας μέρος». Φυσικά και δεν θα αρνηθώ αυτή τη χάρη, απατηλέ μου κατάσκοπε. Θα με βρεις μπροστά σου, πιο όμορφη και ευτυχισμένη από ποτέ και τότε θα συνειδητοποιήσεις με πικρία ότι η ζήλια μου προς τον κύριο Τέλειο εξανεμίστηκε ακριβώς το λεπτό που αποκαλύφθηκε μπροστά μου γυμνός από κάθε συναίσθημα ανθρωπιάς.

Και σε περίμενα για ώρα, σε εκείνο το μπαράκι των φλογερών αναμνήσεων. Και ήμουν στ’ αλήθεια πιο λαμπερή από ποτέ. Ωστόσο, δεν εμφανίστηκες. Την επόμενη μέρα, θα με πληροφορούσαν ότι ένα τροχαίο δυστύχημα είχε κόψει βίαια το νήμα της αμφιλεγόμενης ζωής σου. Ο καιρός έχει περάσει και όμως, κάποιες στιγμές σε σκέφτομαι ακόμη. Με μίσος, με νοσταλγία; Δύσκολο να το προσδιορίσω. Τα βέλη της ζήλιας και του ανταγωνισμού σημάδεψαν με την ακρίβεια εύστοχου τοξευτή τη σχέση μας και την άφησαν για πάντα μετέωρη, κάπου ανάμεσα στην κόλαση και στον παράδεισο. 
Που βρίσκεσαι άραγε; Το συρτάρι μου, ακόμη ανοιχτό, εύχεται να μπορούσες να επιστρέψεις για να σβήσεις τα ίχνη της μουτζούρας από την ολόχρυση μορφή σου.

Συγγραφέας: Κατερίνα Τσιτούρα - Φοιτήτρια Tabula Rasa 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου