Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2015

“Νυχτερινό Ταξίδι” του Μανώλη Πιπεράκη




Νύχτωσε πια. Μια γεμάτη πανσέληνος βάλθηκε να σκαρφαλώσει στην κορυφή του ουράνιου θόλου και να μας τρελάνει. Να μας πάρει τα μυαλά, με την απαράμιλλη ομορφιά της. Να μας θυμίσει πως η ζωή δεν είναι μόνο σκοτάδι, αλλά και φως. Φως απαλό γαλήνιο, ρομαντικό. Τίποτα σαν τον εκτυφλωτικό πατέρα της, τον ήλιο.
 
Βγήκα στο μπαλκόνι μου να απολαύσω σκηνικό. Η ομορφιά της νύχτας είναι ακαταμάχητη. Βλέπεις μόνο την ωραία φωτισμένη εικόνα της πόλης. Τα άσχημα έχουν σβήσει για καμιά δεκαριά ώρες. Μου λείπει, βέβαια, η ομορφιά της θάλασσας, στο βάθος του ορίζοντα, όπως την απολαμβάνω στη διάρκεια της ημέρας. Αλλά τι να κάνουμε; Δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα. Άλλο το "καλάθι" της ημέρας, και άλλο της νύχτας.

Βολεύτηκα στο μικρό καναπέ του μπαλκονιού και άρχισα, βλέποντας από πάνω μου το φεγγάρι, να ταξιδεύω. Δεν μου πήρε πολύ να φτάσω στην επιφάνεια του μικρού πλανήτη. Έβλεπα, από την ασφάλεια του καναπέ μου, την άυλη μορφή του εαυτού μου να φτάνει στη φωτισμένη από τον ήλιο πλευρά του φεγγαριού μας. Να περπατά στην επιφάνειά του με μικρά πηδηχτά βήματα. Να ρεμβάζει στις αχανείς πεδιάδες του, ύστερα να σκαρφαλώνει στο χείλος ενός κρατήρα, να κατεβαίνει στο εσωτερικό του, να γυρνάει πίσω σε ομαλό έδαφος. Στη συνέχεια, να κάθεται σ' ένα βράχο σκεπτικός. Μα τι να σκέπτεται, άραγε; Κατάφερα να μπω μέσα στο μυαλό του  και να διαβάσω τη σκέψη του. Είχε φτάσει τόσο μακριά, για να ανακαλύψει πόσο μόνος μπορεί να νοιώσει ένας άνθρωπος, μέσα στην απεραντοσύνη του σύμπαντος. Πώς να ένοιωθε, άραγε ο Νηλ Άρμστρογκ, όταν, το 1969, έφτανε στον πιο μακρινό προορισμό, που είχε φτάσει ποτέ ο άνθρωπος; Η ιδέα της μοναξιάς και του κινδύνου εκεί πάνω με τρόμαξε. Ο εαυτός μου ήταν απροστάτευτος σε άγνωστα, και πιθανόν επικίνδυνα, εδάφη. Το αίσθημα αυτοπροστασίας, που ξύπνησε μέσα μου,  δεν μου άφηνε πολλά περιθώρια. Έπρεπε να τον καλέσω πίσω, στην ασφάλεια του γνωστού, γήινου περιβάλλοντος. Το έκανα, χωρίς χρονοτριβές.

Σε λίγο, εγώ και ο εαυτός μου, είχαμε ξαναγίνει ένα. Ξανακοίταξα τα φώτα της πόλης τριγύρω μου, άπλωσα το βλέμμα προς τη θάλασσα, να δω αν  έβγαιναν ακόμα καράβια από το λιμάνι ή αν επέστρεφαν κάποια άλλα. Κοιτάζοντας μακριά, ξανάπεσα στην παγίδα. Διαπίστωσα, για ακόμα μια φορά, ότι και στη γη μας μπορεί να υπάρξει μοναξιά και ανασφάλεια. Γι' αυτό -σκέφτηκα-  πρέπει να μην κλεινόμαστε στον εαυτό μας. Να αφήνουμε την πόρτα της καρδιάς μας ανοιχτή στους συνανθρώπους μας. Τη μια να έρχονται αυτοί σε μας, την άλλη να τους επισκεπτόμαστε εμείς. Να ανταλλάσσουμε ιδέες, συναισθήματα, να αναζητούμε λύσεις στα προβλήματά μας. Να δίνουμε αγάπη, να παίρνουμε πίσω την αντανάκλασή της.

Έφερα  τη σκέψη μου κοντά μου. Ένα ανεπαίσθητο φύσημα του νυχτερινού αέρα με έκανε να νιώσω το άρωμα από τις ανθισμένες λεμονιές του κήπου μας.. Να η ευτυχία, είπα. Οι είκοσι πέντε λεμονιές μας μου ανταπέδιδαν τώρα  την αγάπη που τους είχα δείξει, όταν τις φύτευα, πολλά χρόνια πριν. Και μάλιστα με διπλοπλήρωναν, με το μοναδικό τους άρωμα, αλλά και με τους ευλογημένους τους καρπούς. Δώστε και θα λάβετε, έλεγε Κάποιος, κάποτε!

Συγγραφέας: Μανώλης Πιπεράκης - Σπουδαστής Tabula Rasa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου