Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

«Το γράμμα» του Παναγιώτη Ζιάκα


Εκείνο το γράμμα θα πρέπει να ήρθε από πολύ μακριά. Ήταν γραμμένο σε ένα σύννεφο. Σχεδόν όλες οι λέξεις είχαν χαθεί. 


«Αγαπημένε μας…» και μετά το κενό, «…καλό ταξίδι…» και μετά πάλι το κενό.
 
Ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του και στα παιχνίδια του, όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή, τι κι αν ο μύθος του είχε αρχίσει να ξεθωριάζει στο μυαλό των μεγάλων, στην ψυχή των παιδιών ο κόσμος φοράει πάντα τα καλά του. «Από πότε έπαψαν όλοι τους να πιστεύουν στα θαύματα», αναρωτήθηκε και αναστέναξε μελαγχολικά. Έγειρε στην πολυθρόνα του κουρασμένος. Τα βλέφαρα του βάρυναν σαν να ήταν δεμένα σε άγκυρες, που τα τραβούσαν στον βυθό ενός άγνωστου ουρανού. Η ματιά του χάιδεψε με στοργή τα παιχνίδια που απλώνονταν σαν πολύχρωμη θάλασσα μπροστά του. Ένα ολόχρυσο πλοίο τράβηξε την προσοχή του. Ποιος του το είχε ζητήσει; Θα πρέπει να ήταν κρουαζιερόπλοιο, γιατί άκουγε καθαρά τη μουσική και τις χαρούμενες φωνές των παιδιών. Μια μικρή γοργόνα στεκόταν μπροστά στο πλοίο. Κοιτούσε προς το μέρος του καπετάνιου.
«Ζει ο Άγιος Βασίλης;» ρώτησε η γοργόνα χωρίς να πάρει απάντηση.
«Ζει ο Άγιος Βασίλης;» ρώτησε ξανά φωνάζοντας με όλη της τη δύναμη.

 Τίποτα. Κανείς δεν της έδωσε σημασία και η μικρή γοργόνα χάθηκε μέσα στα παιχνίδια. Τι ήταν όμως αυτές οι φωνές; Τώρα ακούγονται πιο καθαρά.

«Άγιε Βασίλη! Άγιε Βασίλη! Άγιε Βασίλη! Βοήθησέ μας…»

Άνοιξε τα μάτια του. Τι παράξενο όνειρο, είπε και σκέφτηκε αμέσως το γράμμα. Κάποια παιδιά είχαν ανάγκη τη βοήθεια του. Μόνο ο άγγελός του θα μπορούσε να βοηθήσει. Τον παρακάλεσε να βγει και να ψάξει μέσα στη νύχτα, να πετάξει όσο πιο γρήγορα μπορεί!

Στη μέση μιας μακρινής θάλασσας ένα καράβι είχε ανοιχτεί στα βαθιά. Ήταν γεμάτο με πρόσφυγες. Ο έμπορος, που ήθελε να τον φωνάζουν καπετάνιο, κοίταξε το ρολόι του. Ήταν μεσάνυχτα. Έπρεπε να πιάσει λιμάνι πριν ξημερώσει. Ένας γλάρος πετούσε πάνω απ’ το κατάστρωμα. Ήθελε να πει στον καπετάνιο πως ότι κάνει πρέπει να το κάνει για καλό, σαν από αυτό να εξαρτάται η ευτυχία του κόσμου. Έτσι όπως έπεφτε πάνω του το φως του φεγγαριού έμοιαζε με άγγελο. Ένα δελφίνι κολυμπούσε δίπλα στο καράβι. Από ψηλά, μέσα στο λαμπύρισμα των κυμάτων έμοιαζε με γοργόνα. Όλα τα θαύματα είναι αληθινά, κάποια όμως θα πρέπει να είναι πιο αληθινά από τα άλλα.

«Τι κουβαλάς στο πλοίο σου;» ρώτησε η γοργόνα τον καπετάνιο.
«Χρυσό», της απάντησε κάπως ειρωνικά. Είναι το χρυσό κρουαζιερόπλοιο. 
«Τότε θα ξέρεις,» είπε η γοργόνα. «Πες μου σε παρακαλώ, Ζει ο Άγιος Βασίλης;»
«Τι ανοησίες είναι αυτές!» είπε ο καπετάνιος. «Μη σπαταλάς τον χρόνο μου. Έχω να παραδώσω ένα πολύτιμο φορτίο».
 
Η γοργόνα ένιωσε την πίκρα και την οργή να την πνίγουν. Χτύπησε δυνατά την ουρά της στο νερό και η θάλασσα άρχισε να αφρίζει. Ο άνεμος άρχισε να φυσάει δυνατά και κύματα σηκώθηκαν παντού. 

«Πότε έπαψες να πιστεύεις στα θαύματα;» ρώτησε τον καπετάνιο. «Στο βυθό ο χρυσός θα είναι άχρηστος!» είπε και χάθηκε μέσα στη νύχτα. Δεν ήξερε για τα παιδιά που ήταν στοιβαγμένα στο αμπάρι, ούτε για τις μαμάδες που τα κρατούσαν στην αγκαλιά τους, ούτε για τους μπαμπάδες που έψαχναν μέσα τους για ένα κουρέλι ελπίδας, να το μπαλώσουν στα κρυφά.

Στην άλλη άκρη του κόσμου κάποιος άνοιξε ένα ραδιόφωνο. Ήταν ακόμη νύχτα. Η ζωή κυλάει πάντα στο ρυθμό της, όλα τα γεγονότα είναι αληθινά, κάποια όμως δεν μπορεί θα πρέπει να είναι ψέματα: «Το χρυσό κρουαζιερόπλοιο ναυάγησε στον εκτυφλωτικό βυθό του έβδομου ουρανού. Εκατοντάδες πρόσφυγες έχασαν τη ζωή τους, ανάμεσα τους και πολλά παιδιά. Παγκόσμια συγκίνηση προκάλεσε η εικόνα ενός μικρού αγγέλου που έκλαιγε δίπλα στα
κύματα. Είχε σπασμένα τα φτερά του και κρατούσε στα χέρια του ένα κομμάτι χαρτί, που έμοιαζε με μισοτελειωμένο γράμμα. «Αγαπημένε μας Άγιε Βασίλη, σου γράφουμε από το αμπάρι του πλοίου. Έχει αρχίσει να νυχτώνει και φοβόμαστε. Βοήθησε μας να έχουμε ένα καλό ταξίδι και να φτάσουμε γρήγορα στον προορισμό μας. Ίσως εκεί…». Ίσως εκεί τελείωσαν οι λέξεις. Ο χρόνος δεν ήταν αρκετός, το νερό τις είχε σβήσει, ο άνεμος τις είχε σκορπίσει μακριά. Ο μικρός άγγελος κοίταξε προς τον ουρανό και μέσα στη πιο βαθιά σιωπή της νύχτας ψιθύρισε: «Γιατί;» και άκουσε για πρώτη φορά τη φωνή του θεού να του λέει: «Ούτε εσύ μπορείς να μου κάνεις όλες τις ερωτήσεις, ούτε εγώ μπορώ να σου δώσω όλες τις απαντήσεις». Ύστερα αργοπέθαινε ξεχασμένος από όλους πάνω στα κρύα βράχια, στη μέση της πιο άγνωστης θάλασσας. Σε λίγο θα ξημέρωνε κι όταν το φως του ήλιου θα έλυνε όλα τα μάγια, κάθε ανάμνησή του θα είχε πλέον ξεχαστεί…»
 


~~~~~~~~~

Το κείμενο δραματοποιήθηκε για τις ανάγκες της φιλανθρωπικής παράστασης "Ο Άγιος Βασίλης φέτος έρχεται με... λεωφορείο" που έγινε στις
20  Δεκεμβρίου 2015. 


Κείμενο: Παναγιώτης Ζιάκας
Σκηνοθεσία: Μαρία Κούτσου, Πάρης Ζουμπουλάκης.
Ερμηνεύει: Πελαγία Μπεκιάρη. 


Υπεύθυνη σκηνοθεσίας: Ζένια Χρυσανίδου 
Λογοτεχνική επιμέλεια: Αντιγόνη Πόμμερ 
Οργάνωση παραγωγής: Παναγιώτης Καποδίστριας 

Ευχαριστίες στους Χάρη και Βαγγέλη Λαζαρόπουλο, από την ομάδα «Παλαιά Ελληνικά Λεωφορεία», για την ευγενή παραχώρηση λεωφορείων της συλλογής τους, για τους σκοπούς της φιλανθρωπικής παράστασης.

Παραγωγή
Εργαστήρι δημιουργικής γραφής Tabula Rasa
http://www.tabula.gr

 
Στις 20  Δεκεμβρίου 2015, στο αμαξοστάσιο Ερμού και Πειραιώς, στον Κεραμεικό, μέσα σε σταθμευμένα λεωφορεία παλαιού τύπου, δόθηκαν παραστάσεις από τους σπουδαστές του τμήματος Υποκριτικής, σε κείμενα και σκηνοθεσία των σπουδαστών των τμημάτων Δημιουργικής Γραφής και Σκηνοθεσίας, αντίστοιχα.

Οι πρωτοποριακές παραστάσεις, έγιναν μέσα στο λεωφορείο του Άγιου Βασίλη, με ένα δωράκι για τα παιδιά από τα «Παιδικά Χωριά SOS», αντί εισιτηρίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου