Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

“Πριγκίπισσα Άννυ” του Παναγιώτη Ζιάκα



Θα πρέπει να ήταν πολύ κουρασμένη η μικρή πριγκίπισσα Άννυ γιατί κοιμήθηκε αμέσως. Το φως του φεγγαριού έμπαινε από το μισάνοιχτο παράθυρο και ένα απαλό αεράκι κουνούσε την κουρτίνα. Κάποιος έσκυψε πάνω από το κεφαλάκι της και κάτι της ψιθύρισε. Κάνεις δεν άκουσε το ψίθυρο αλλά θα πρέπει να ήταν κάτι σαν: «Ξύπνα μικρή μου πριγκίπισσα…», γιατί η μικρή Άννυ άνοιξε τα μάτια της και είδε μια άγνωστη φιγούρα να κάθεται στο κρεβάτι και να της χαμογελάει γλυκά.
"Ποια είσαι εσύ;" ρώτησε η πριγκίπισσα.
"Είμαι η Νύχτα".
"Πώς μπήκες στο δωμάτιό μου;"
"Είμαι κάθε βράδυ εδώ αλλά ήσουν μικρή και δεν μπορούσες να με δεις".
"Και τώρα δεν είμαι μικρή;" ρώτησε η πριγκίπισσα.
"Σήμερα θα μεγαλώσεις", είπε η νύχτα πιάνοντας το μικρό χεράκι της! "Έλα, πρέπει να μεγαλώσεις!"
"Δεν θέλω να μεγαλώσω", είπε η μικρή Άννυ, όμως η Νύχτα δεν φαινόταν πλέον στο σκοτάδι και η μικρή άκουσε κάτι να κινείται στο πάτωμα…

Φοβισμένη η μικρή πριγκίπισσα, κλείνοντας με τα χέρια της τα μάτια της κοίταξε προς τα κάτω και είδε ένα πελώριο φίδι.
"Πως μπήκες στο δωμάτιο μου;" ρώτησε. "Θα με δαγκώσεις;"
"Δεν είμαι από τα φίδια που δαγκώνουν. Μη φοβάσαι μικρή πριγκίπισσα! Ήταν χειμώνας και κοιμόμουν και τώρα που ήρθε η άνοιξη, ξύπνησα και έχασα το δρόμο για το σπίτι μου".
"Που είναι το σπίτι σου;" ρώτησε η Άννυ.
"Στο δάσος", είπε το μεγάλο φίδι.
"Πως πάει κανείς στο δάσος;" ρώτησε ξανά. Το φίδι όμως είχε κιόλας φύγει και τότε η μικρή πριγκίπισσα βρέθηκε μπροστά σε ένα ποταμάκι που κυλούσε αργά ανάμεσα στα δέντρα…
Η μικρή Άννυ έμεινε ακίνητη. "Πως βρέθηκα εδώ;" αναρωτήθηκε. 
"Ρέει πάντα κι όμως είναι πάντα εδώ, είναι πάντα ίδιο μα κάθε στιγμή καινούργιο. Κοίτα πόσο σου μοιάζει το ποτάμι μικρή πριγκίπισσα", είπε ένα μεγάλο δέντρο θροΐζοντας σε έναν παράξενο ρυθμό.

Η μικρή Άννυ κοίταξε γύρω της. Πρώτη φορά στη ζωή της βρισκόταν σε ένα τέτοιο μέρος. Ήταν ένα δάσος με μπαομπάμπ και στο κέντρο του δάσους, σε ένα μικρό ξέφωτο λουσμένο στο φεγγαρόφωτο, υπήρχε ένα λουλούδι, ένα κατακόκκινο μπουμπούκι. 
Ένα μικρό αγόρι με χρυσά μαλλιά στεκόταν δίπλα στο λουλούδι, φαίνεται πως αυτοί οι δύο ήταν οι καλύτεροι φίλοι.
"Γεια σου", είπε η πριγκίπισσα στο αγόρι.
"Γεια σου, μικρή πριγκίπισσα. Πως με βρήκες;"
Ακολούθησα το φίδι είπε η μικρή Άννυ και το ποτάμι και το θρόισμα των δέντρων και τότε είδα το κόκκινο λουλούδι. Πάντα ήθελα ένα λουλούδι στο δωμάτιο μου αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να το αποκτήσω.
Ίσως τα λουλούδια προτιμούν το δάσος, είπε το αγόρι.
"Τι κάνεις εδώ;" ρώτησε η πριγκίπισσα.
"Έψαχνα να βρω τους γονείς μου, γιατί νόμιζα πως τους είχα χάσει εκείνο το βράδυ που η Νύχτα με ξύπνησε και μου είπε πως πρέπει να μεγαλώσω. Πέταξα πάνω σε ένα μεγάλο χελιδόνι και όταν φτάσαμε στο δάσος συνάντησα το λουλούδι. Από τότε που το γνώρισα, όλοι θέλουν να το κόψουν και αυτό είναι ένα μικρό μπουμπούκι που δεν θέλει να μεγαλώσει γιατί λέει πως φοβάται τον κόσμο των μεγάλων. Μόνο εμένα εμπιστεύεται, κι έτσι δεν μπορώ να φύγω και να το αφήσω μόνο του."
"Γιατί φοβάται τον κόσμο των μεγάλων;" ρώτησε η μικρή πριγκίπισσα.
"Γιατί λέει πως δεν καταλαβαίνουν τίποτα, συμπεριφέρονται παράξενα και όλα θέλουν να τα κάνουν δικά τους."
"Η Νύχτα μου είπε πως απόψε θα μεγαλώσω κι εγώ", είπε η μικρή πριγκίπισσα.
"Αν μεγαλώσεις μη με ξεχάσεις", είπε το αγόρι. "Κάνε κάτι για να αλλάξει ο κόσμος, ίσως έτσι μπορέσω κι εγώ να γυρίσω στο σπίτι μου. Δεν θέλω να αποχωριστώ το λουλούδι αλλά όπου να ‘ναι στον πλανήτη μου ξημερώνει και τι θα κάνουν οι γονείς μου αν ξυπνήσουν και δεν με βρουν!"
"Που είναι ο πλανήτης σου;" ρώτησε η πριγκίπισσα. 
"Εκεί", είπε το αγόρι και έδειξε με το χέρι του μια γειτονιά του ουρανού…

Η πριγκίπισσα κοίταξε ψηλά αλλά δεν μπόρεσε να δει τίποτα άλλο από έναν τεράστιο ιστό και μια γιγάντια αράχνη να την κοιτάζει με τα μεγάλα κίτρινα μάτια της!
"Θα με πιάσεις στον ιστό σου;" ρώτησε η πριγκίπισσα την αράχνη.
"Δεν πιάνω μικρές πριγκίπισσες", είπε η αράχνη και άρχισε να υφαίνει ένα κομμάτι του ιστού που φαινόταν ξεφτισμένο.
"Μήπως είσαι δηλητηριώδης;" ρώτησε πάλι η πριγκίπισσα;
"Όχι, δεν έχω κανένα δηλητήριο", απάντησε η αράχνη.  
"Μόνη σου μένεις στον ιστό σου;" ρώτησε τότε η πριγκίπισσα.
"Ναι, απάντησε η αράχνη, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου είμαι μόνη μου. Πες μου σε παρακαλώ, είμαι τόσο άσχημη;"
Η μικρή πριγκίπισσα δίστασε λίγο και στο τέλος είπε: 
"Τώρα που σε γνώρισα πιο καλά, δεν μου φαίνεσαι άσχημη". Τότε η αράχνη έκοψε το καλύτερο κομμάτι από τον ιστό της, αυτό που με τόση δεξιοτεχνία μπόρεσε να υφάνει και έφτιαξε ένα μακρύ ασημένιο φουλάρι.
"Ορίστε", είπε στην πριγκίπισσα, "Φόρεσε το, θα σε ζεστάνει. Τη νύχτα στο δάσος κάνει κρύο".

Η μικρή Άννυ έριξε το φουλάρι στους ώμους της και γύρισε προς το μέρος της αράχνης για να την ευχαριστήσει αλλά μπροστά της στεκόταν και την κοιτούσε ένας άγριος λύκος.
Η πριγκίπισσα τρόμαξε και άρχισε να τρέχει με όλη της τη δύναμη αλλά γρήγορα κατάλαβε πως, όσο και αν προσπαθούσε, έμενε πάντα στο ίδιο μέρος, με εκείνο τον μεγάλο λύκο να στέκεται μπροστά της και να την κοιτάζει ακίνητος.
"Θα με φας;" τον ρώτησε η πριγκίπισσα. 
"Γιατί να σε φάω;"
"Γιατί είσαι ένας άγριος λύκος".
"Μπορεί να είμαι άγριος αλλά θέλω να εξημερωθώ. Το ποτάμι λέει πως από όπου κι αν ξεκινάει κανείς,  μπορεί να φτάσει στην αλήθεια. Σημασία δεν έχει τι είσαι αλλά τι θέλεις να γίνεις πραγματικά."
"Είμαι η μικρή Άννυ. Η Νύχτα μου είπε πως απόψε θα μεγαλώσω αλλά εγώ δεν θέλω να το κάνω."
"Χαίρω πολύ μικρή Άννυ, εγώ είμαι ο λύκος του παραμυθιού".
"Φαίνεσαι θλιμμένος", είπε η πριγκίπισσα. 
"Είμαι σε πολύ δύσκολη θέση", της είπε ο λύκος.
"Γιατί, τι έκανες;"
"Γιατί μου έχουν πει πως πρέπει να τρώω κάποιον για το καλό του παραμυθιού αλλά εγώ δεν θέλω να το κάνω".
"Και γιατί να το κάνεις αν δεν θέλεις;" ρώτησε η πριγκίπισσα.
"Γιατί μου είπαν πως αν δεν το κάνω δεν έχω κανένα λόγο να υπάρχω".
"Ω! τι κρίμα", είπε η πριγκίπισσα, "Mπορείς αν θέλεις να υπάρχεις για εμένα, σου δίνω το λόγο μου πως θα σε θυμάμαι για πάντα, πως δεν θα σε ξεχάσω ποτέ". 
Ο λύκος του παραμυθιού ούρλιαξε από τη χαρά του και το ουρλιαχτό του ξύπνησε τη σπηλιά του δάσους. 

Η μικρή πριγκίπισσα βρέθηκε μέσα στη σπηλιά που ήταν σκοτεινή και το μόνο φως που φώτιζε λίγο το χώρο ήταν ένα μικρό λυχνάρι. Η μικρή Άννυ πήρε το λυχνάρι και περπάτησε στο βάθος της σπηλιάς.
"Που πας;" την ρώτησε ένας μεγάλος σκορπιός.
"Ψάχνω τη μαμά μου και τον μπαμπά μου, μήπως τους είδες;" ρώτησε η πριγκίπισσα.
"Ο σκορπιός έμεινε σιωπηλός". Η πριγκίπισσα φοβήθηκε.
"Τι είναι αυτό το μέρος;" ρώτησε.
"Είναι το υπόγειο του σπιτιού σου", είπε ο σκορπιός.
"Σε παρακαλώ μη με τσιμπήσεις", είπε η μικρή Άννυ.
"Είναι στη φύση μου να τσιμπάω, όμως μπροστά σε μια τόσο όμορφη μικρή πριγκίπισσα, ποιος δεν θα άλλαζε τη φύση του αν αυτό τον βοηθούσε να μην την τρομάξει!" είπε ο σκορπιός και έκανε χώρο για να περάσει η πριγκίπισσα…

H μικρή Άννυ περπάτησε στο βάθος της σπηλιάς κρατώντας στο χέρι της το λυχνάρι, μέχρι που της έκλεισε το δρόμο μια παράξενη σκιά. Σήκωσε το φως προς το μέρος της σκιάς. Ήταν ένα μεγάλο κοχύλι. Τι δουλειά έχει ένα κοχύλι στη σπηλιά ενός δάσους; σκέφτηκε η πριγκίπισσα και πλησίασε διστακτικά.

"Κάποτε το δάσος ήταν βυθός μιας άγνωστης θάλασσας της ψιθύρισε το κοχύλι", που ήταν σαν να διάβασε τη σκέψη της. "Η ζωή κάνει κύκλους, άλλοι είναι μικροί και άλλοι μεγάλοι. Όλα αλλάζουν πριγκίπισσα, κι ας φαίνονται πως μένουν ίδια. Όλα μένουν ίδια κι ας φαίνεται πως αλλάζουν".
"Είσαι πολύ όμορφο", είπε η μικρή πριγκίπισσα στο κοχύλι θαυμάζοντας το σχήμα του.
"Ευχαριστώ", της είπε το κοχύλι. "Δεν είμαι όμως αυτό που φαίνεται. Είμαι μια σπείρα. Στην πραγματικότητα ότι φαίνεται στον κόσμο κρύβει αυτό που δεν φαίνεται, αυτό που συνήθως τον δημιουργεί και τον καταστρέφει".
"Τι είναι η σπείρα;" ρώτησε η πριγκίπισσα.
"Δεν ξέρω", είπε το κοχύλι, "δεν έχω καταλάβει. Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τον εαυτό του".
"Είναι ένα σχήμα" είπε η μικρή Άννυ.
"Ένα σχήμα;" αναρωτήθηκε το κοχύλι. "Ποτέ δεν είχα σκεφτεί πως είμαι ένα απλό σχήμα. Ο χρόνος κυλάει αργά για τα κοχύλια μικρή μου πριγκίπισσα, έτσι με τον καιρό είχα αρχίσει να πιστεύω πως είμαι κάτι πιο σημαντικό".
"Τι είναι πιο σημαντικό από ένα σχήμα;" ρώτησε η πριγκίπισσα.
"Ένα σύμβολο ή ένα κρυμμένο μυστικό του σύμπαντος. Ίσως όμως να έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου", μουρμούρισε το κοχύλι.
"Τι είναι το σύμπαν;" ρώτησε τότε η πριγκίπισσα.
"Δεν μπορώ να σου απαντήσω με σιγουριά", είπε το κοχύλι. "Από εδώ που βρίσκομαι ίσως δεν βλέπω τα πράγματα και τόσο καθαρά. Κάποιες στιγμές αισθάνομαι ότι μου μοιάζει, τώρα όμως που σε γνώρισα σκέφτομαι πως είναι καλύτερα να μοιάζει σε εσένα. Ποιος ξέρει; Ίσως κατά βάθος μοιάζουμε κι εμείς. Σαν δύο μικρογραφίες του κόσμου. Υπάρχουν σπείρες από σκόνη και νερό, υπάρχουν και αέρινες σπείρες, σπείρες γαλαξιών και ανθρώπινες σπείρες! Προέρχονται από την πηγή τους και επιστρέφουν σ’ αυτήν! Όπως και η ζωή. Ίσως το σύμπαν παίρνει το σχήμα που του δίνουμε. Να προσέχεις μικρή πριγκίπισσα. Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται", είπε το κοχύλι και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι.

Τα λόγια του φάνηκαν ακατανόητα στην μικρή Άννυ που ένιωσε ξαφνικά κουρασμένη από αυτή την ατέλειωτη περιπέτεια κι έτσι όπως περπατούσε μόνη της σε εκείνο το παράξενο μέρος, αισθάνθηκε πως στην πραγματικότητα περπατούσε μέσα σε μια μεγάλη σπείρα, που όσο πήγαινε στένευε και εκείνη ακριβώς τη στιγμή η πριγκίπισσα άκουσε τον ήχο του νερού…

Βρισκόταν μπροστά σε μια ήρεμη, απέραντη θάλασσα λουσμένη με το γαλάζιο φως των αστεριών που μέσα της καθρεφτίζονταν ένας παράξενος ουρανός με σταλακτίτες και χαρταετούς και μια πανσέληνο που έδυε αργά, όσο πιο αργά μπορούσε, σαν να ήθελε να σταματήσει το χρόνο, σαν να ήθελε να προστατέψει τον κόσμο από το φως που μπορεί να  φέρει το επόμενο πρωί.
"Πως βρέθηκα εδώ;" αναρωτήθηκε η πριγκίπισσα και είδε μια ολόλευκη βαρκούλα στην άκρη της θάλασσας. Τι όμορφη βάρκα, σκέφτηκε.
"Είναι ένα σύννεφο", της είπε μια φωνή που έμοιαζε με τον ήχο που κάνουν τα κύματα όταν φτάνουν στην ακρογιαλιά. "Θέλεις να ανέβεις και να ταξιδέψεις;".
"Ποιος είναι;" ρώτησε η μικρή πριγκίπισσα.
"Αν ξέρεις που πηγαίνεις η σελήνη θα φωτίζει το δρόμο σου κι αν πάλι δεν ξέρεις, μη φοβάσαι, ο άνεμος θα είναι οδηγός σου".
"Ποιος είναι"; ρώτησε πάλι η μικρή Άννυ και κοίταξε στο βάθος του ορίζοντα.
"Είμαι η Αλήθεια" της είπε η θάλασσα, την ώρα που το φως από το λυχνάρι που κρατούσε η πριγκίπισσα άρχισε να τρεμοσβήνει. Μια αδύναμη φλόγα έμεινε μόνη της να παλεύει με το σκοτάδι και η μικρή πριγκίπισσα αισθάνθηκε για πρώτη φορά στη ζωή της πόσο δύσκολο είναι να ξεχωρίσεις το ψεύτικο από το αληθινό.
"Το λυχνάρι μου θα σβήσει", είπε η μικρή πριγκίπισσα. "Θα μου δώσεις λίγο από το φως σου;"
"Δεν είναι δικό μου το φως", είπε στην πριγκίπισσα η Αλήθεια. "Είναι το φως των αστεριών".
"Πως μπορώ να πάω στα αστέρια;" ρώτησε η πριγκίπισσα.
Η Αλήθεια έμεινε για λίγες στιγμές σιωπηλή. "Στον κόσμο που ονειρεύομαι ο καθένας μπορεί να βρει το δικό του δρόμο", είπε στην πριγκίπισσα.
"Που είναι ο κόσμος που ονειρεύεσαι;" ρώτησε η μικρή Άννυ.
"Δεν υπάρχει ακόμη", είπε η Αλήθεια, "Θα με βοηθήσεις να τον δημιουργήσουμε;"
"Τι μπορώ να κάνω;" ρώτησε η πριγκίπισσα
"Να θυμάσαι" είπε η Αλήθεια. "Είναι ότι καλύτερο μπορείς να κάνεις για τον κόσμο".
"Έχω χάσει τους γονείς μου και ψάχνω να τους βρω", είπε η μικρή Άννυ.
Η Αλήθεια έμεινε σιωπηλή.
"Μήπως ξέρεις που είναι;" ρώτησε η πριγκίπισσα.
"Ξέρω", είπε η Αλήθεια και αναστέναξε βαθιά. "Δεν μπορώ όμως να σου το πω".
"Και τότε πως θα τους βρω; Γιατί δεν μπορείς να μου το πεις;"
"Γιατί είμαι αδύναμη μικρή μου πριγκίπισσα. Μπορεί να φαίνομαι απέραντη αλλά στην πραγματικότητα είμαι μια μικρή αδύναμη θάλασσα. Φοβάμαι!"
"Φοβάσαι κι εσύ τον κόσμο των μεγάλων; Θέλεις να μείνεις για πάντα μικρή; Κι εγώ φοβόμουν αλλά η Νύχτα μου είπε πως απόψε θα μεγαλώσω και τότε το μεγάλο φίδι μου έδειξε το δρόμο για το δάσος, όπου γνώρισα ένα μικρό, κόκκινο μπουμπούκι και ένα αγόρι που ήταν ο καλύτερος του φίλος και με παρακάλεσε να μην τον ξεχάσω όταν μεγαλώσω και τότε μια μεγάλη αράχνη μου έδωσε από τον ιστό της αυτό το ασημένιο φουλάρι και το φόρεσα για να μην κρυώνω αλλά βρέθηκα μπροστά σε έναν δυστυχισμένο λύκο που του υποσχέθηκα πως θα τον θυμάμαι για πάντα, για να έχει ένα λόγο να υπάρχει και αυτός ούρλιαξε από τη χαρά του και ξύπνησε μια σπηλιά που μέσα της συνάντησα ένα τεράστιο σκορπιό που μου είπε πως για χάρη μου θα άλλαζε τη φύση του και τότε βρέθηκα μέσα σε ένα κοχύλι!"

"Ίσως όλα αυτά να σημαίνουν πως μεγαλώνω πραγματικά, εγώ όμως το μόνο που θέλω είναι να αγκαλιάσω τους γονείς μου".
"Δεν μπορείς να τους αγκαλιάσεις τώρα", είπε η Αλήθεια.
"Γιατί δεν μπορώ;" ρώτησε η μικρή Άννυ.
"Γιατί ο χρόνος τους έκανε μάγια, μικρή μου πριγκίπισσα και έχασαν τα λογικά τους, κανείς δεν τους θέλει πια".
"Τους θέλω εγώ. Θα πάω να τους βρω. Λες ψέματα Αλήθεια, δεν μπορεί να είσαι αληθινή", είπε η μικρή Άννυ και κατεβαίνοντας τις τελευταίες σκάλες του υπογείου βρέθηκε μπροστά σε μια πόρτα…


Η μικρή πριγκίπισσα άνοιξε την πόρτα άνοιξε και αυτό που είδαν τα ματάκια της την έκανε να παγώσει από το φόβο! Προσπάθησε να κουνηθεί και να τρέξει προς τα πίσω όμως το σώμα της ήταν ακίνητο σαν να ήταν φτιαγμένο από γυαλί. Στο πιο απομακρυσμένο και σκοτεινό δωμάτιο του υπογείου ζούσε ένα θηρίο, με δύο πόδια και δύο χέρια, με ένα κεφάλι και δύο μάτια που γυάλιζαν από τον πυρετό. Το πρόσωπό του ήταν άγριο και οι φλέβες στο λαιμό του ήταν φουσκωμένες, έτοιμες να σπάσουν, φαινόταν να είναι πάρα πολύ θυμωμένο. 
"Μπαμπά!" είπε η μικρή Άννυ, "Tι κάνεις εδώ; Που είναι η μαμά;" Το θηρίο όμως δεν της απάντησε, ήταν σαν να μην την έβλεπε και τότε η μικρή πριγκίπισσα είδε πιο καθαρά. Δεν ήταν ο μπαμπάς της αυτός αλλά ένα θηρίο που του έμοιαζε και μπροστά στο θηρίο βρισκόταν μια κρυστάλλινη κούκλα που ήταν ίδια με τη μικρή πριγκίπισσα, ήταν σαν ένας καθρέφτης που είχε πάρει τη μορφή της. Τι όμορφη κούκλα, σκέφτηκε η μικρή πριγκίπισσα. Τι κρίμα που ζει εδώ, σε αυτό το σκοτεινό υπόγειο με αυτό το θυμωμένο θηρίο. Πρέπει να την προστατέψω σκέφτηκε, είναι εύθραυστη και μπορεί να σπάσει.
Πριν προλάβει όμως να κάνει το παραμικρό, το θηρίο έπιασε την κρυστάλλινη κούκλα, την κούνησε δυνατά στον αέρα και ουρλιάζοντας την πέταξε στον τοίχο. Η κουκλίτσα έσπασε, έγινε χίλια κομμάτια, τα χεράκια της, τα ποδαράκια της, τα μικρά της δαχτυλάκια, έγιναν όλα θρύψαλα κι έτσι όπως έμπαινε από μια χαραμάδα το φως της σελήνης στο σκοτεινό υπόγειο, θύμιζαν μικρά νεογέννητα  αστέρια, που παράξενο, αν και φαινόταν πως είχαν μόλις σχηματιστεί από μια μεγάλη έκρηξη ενός σκληρού και αδιάφορου σύμπαντος, αυτά έχαναν σιγά σιγά το φως τους κι έσβηναν μέσα σε μια βουβή θάλασσα θλίψης, που τα γαλάζια της κύματα φώναζαν γιατί, γιατί, γιατί, πριν χαθούν μέσα στη λήθη, σαν μηνύματα σε έρημη ακτή…
Η πριγκίπισσα Άννυ ξύπνησε τρομαγμένη από το θόρυβο που έκανε η κούκλα όταν έσπασε στον τοίχο. Ήταν μόνη της πάνω σε ένα κόκκινο σύννεφο που ένα απαλό ανοιξιάτικο αεράκι το πήγαινε εδώ κι εκεί, πάνω από τον κόσμο που από ψηλά έμοιαζε με ένα τόσο δα παιχνίδι. Ένα όνειρο ήταν, σκέφτηκε, καθώς τέντωνε το κορμάκι της που μεγάλωνε σιγά σιγά όπως έβγαινε από τον ύπνο. Οι γονείς της δεν είχαν χαθεί, η μαμά της την αγαπούσε και την ήθελε και ο μπαμπάς της δεν ήταν θυμωμένος ποτέ και κάθε μέρα της χαμογελούσε και έπαιζε μαζί της, και το βράδυ της διάβαζε παραμύθια, και τότε η μικρή πριγκίπισσα δεν άντεξε τόση χαρά και τα ματάκια της γέμισαν δάκρυα, κι ένα μικρό κρυστάλλινο δάκρυ κύλησε αργά στο πρόσωπό της κι έπεσε πάνω στο σύννεφο και τότε το σύννεφο δάκρυσε κι αυτό, κάτι μικρές σταγόνες κύλησαν στο πρόσωπο του ουρανού και άρχισε να πέφτει απαλά, σαν νανούρισμα, μια κατακόκκινη βροχή, που έφτανε μέχρι τη γη και πότιζε το χώμα, όπως λένε πως ποτίζουν την ψυχή μας οι αναμνήσεις, κι όλος ο κόσμος γέμισε μικρά, κατακόκκινα μπουμπούκια. Σε ευχαριστώ που δεν με ξέχασες, φώναξε ένα αστέρι στον ουρανό και η μικρή πριγκίπισσα κοίταξε ψηλά και είδε το αγόρι με τα χρυσά μαλλιά να της χαμογελάει…


 Συγγραφέας: Παναγιώτης Ζιάκας - Φοιτητής Tabula Rasa

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου