Μήπως ήρθε η ώρα να γράψεις τη δική σου ιστορία;

Τετάρτη 14 Ιουνίου 2017

"Εύριπος και Μαρέα" της Μαρίας Μποτέα



Κάποτε, ο Φαέθων, θεός του Ήλιου και της ημέρας και η Εκάτη, θεά της Σελήνης και της νύκτας, συναντήθηκαν κρυφά σ’ ένα μικρό νησάκι του Αιγαίου όπου δεν είχε πατήσει ποτέ θεού ή ανθρώπου πόδι, ερωτεύτηκαν, κι έκαναν ένα γιο, τον Εύριπο. Όμως ο Ποσειδώνας, ο άρχων των θαλασσών, ζήλεψε, γιατί αγαπούσε την Εκάτη που κάθε βράδυ καθρέφτιζε την ομορφιά της στα νερά του. Έτσι, μόλις γεννήθηκε το μωρό, χτύπησε με θυμό την τρίαινά του κι έστειλε τα μεγαλύτερα κύματα να πάνε να το πνίξουν. Τα κύματα άρπαξαν το παιδί από την αγκαλιά της μάνας του και το έστειλαν βαθιά μέσα στο βυθό. Αλίμονο, οι γονείς του, παρ’ όλη τη δύναμή τους, δεν μπόρεσαν να φτάσουν τόσο βαθιά για να τον σώσουν. Όμως ο Εύριπος ήταν γιος θεών, αθάνατος. Δεν πνίγηκε, μεγάλωσε μόνος του μέσα στη θάλασσα, μακριά από ανθρώπους και θεούς. Η μαμά του, όταν αυτός κατάφερε να βγει στην επιφάνεια, του έστειλε με τη Σελήνη ένα γερό σκαρί που έγινε το σπίτι του.

Ο Εύριπος σαν μεγάλωσε έγινε ένας νέος πολύ όμορφος και πολύ δυνατός. Έκρυβε μέσα του τη δύναμη του Ήλιου, τη γοητεία της Σελήνης, μα και την οργή του Ποσειδώνα. Ήταν ένας άντρας ικανός για όλα, μα μεγαλωμένος δίχως αγάπη και στοργή, μόνος, με τόσες αντίρροπες δυνάμεις να τον κυβερνούν, ήταν εντελώς ευμετάβλητος και ορμητικός σαν άγριο κύμα. Έγινε ο πιο φοβερός και τρομερός πειρατής όλης της Μεσογείου. Έπλεε πάντα σε άστατα νερά, οι φουρτούνες ακολουθούσαν το σκαρί του, κι έτσι κανείς δεν τολμούσε να τον πλησιάσει. Όσοι στόλοι προσπάθησαν να τον σταματήσουν, καραβοτσακίστηκαν στα άγρια κύματα. Από όπου περνούσε γίνονταν πλημμύρες, καταστροφές, και όσοι άνθρωποι κατάφερναν να ξεφύγουν από την ορμή του, παρατούσαν τα γκρεμισμένα, λεηλατημένα σπίτια τους κι έτρεχαν στα βουνά για να γλιτώσουν.
Οι νησιώτες και οι θαλασσινοί έκαναν δεήσεις στον Ποσειδώνα να τους προστατέψει από τον ασυγκράτητο πειρατή. Ο Ποσειδώνας που αγαπούσε τους πιστούς του και που έτσι κι αλλιώς ήθελε να τον βγάλει από τη μέση, έστειλε τα πιο άγρια θηρία του από τα πέρατα του πόντου να τον σκοτώσουν. Όμως ο Εύριπος τα νίκησε όλα! Τίποτα δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Ο Δίας, που έβλεπε τις καταστροφές από τον Όλυμπο, κάλεσε σε συμβούλιο όλους τους θεούς για να βρούνε μία λύση. Μα το θεϊκό συμβούλιο κατέληξε σε καυγά τρικούβερτο. Οι θεοί της ημέρας μάλωναν με τους θεούς της νύκτας και οι θεοί της γης με τους θεούς της θάλασσας. Λύση δε βρισκόταν. Αποφάσισε τότε ο Δίας να χωρίσει μια για πάντα την Εκάτη από το Φαέθων, την ημέρα από τη νύκτα και τον ήλιο από το φεγγάρι για να μη γεννηθούν κι άλλα μωρά σαν τον Εύριπο και κάνουν το βασίλειό του γης μαδιάμ. Δεν ήξερε ακόμα τι να κάνει με αυτόν, προσπάθησε όμως να αποφύγει τα χειρότερα. Τότε ο σοφός γερο-Νηρέας που μιλούσε για ώρα με την ομορφότερη θεά, την Αφροδίτη, πλησίασε τον άρχοντα των θεών και του ψιθύρισε ένα μυστικό σχέδιο για το οποίο δεν έμαθε ποτέ κανείς. Όμως ο Δίας φάνηκε ικανοποιημένος. Μην αντέχοντας άλλο τον σαματά που επικρατούσε στον Όλυμπο, έριξε ένα κεραυνό και διέλυσε τη συγκέντρωση.
Το ίδιο βράδυ, η Εκάτη, λυπημένη για το χωρισμό της από το Φαέθων και ντροπιασμένη για τις καταστροφές του γιου της, έκλεγε απαρηγόρητη. Όπως καθρεφτιζόταν η θλίψη της στα νερά της θάλασσας κι έπεφταν καυτά τα ασημένια δάκρυά της  στο κρύο πέλαγος, έλαμπε πιο όμορφη από ποτέ. Ο Ποσειδώνας που δεν είχε σταματήσει λεπτό να την αγαπά, ανέβηκε στο βασιλικό του άρμα με τα άσπρα άλογα και κίνησε να τη βρει, να την παρηγορήσει. Μεταμορφώθηκε σε κύμα, την τύλιξε, κι εκείνη αφέθηκε για λίγο στην αγκαλιά του να της ξεπλύνει τα δάκρυα. Μα όταν κατάλαβε ποιος ήταν, έφυγε γρήγορα από κοντά του και πήγε πίσω στη Σελήνη. Από αυτό το αγκάλιασμα γεννήθηκε μία πανέμορφη νύμφη της θάλασσας, η ξακουστή Μαρέα. (Μαρέα ονομάζεται η παλίρροια στην κοινή ναυτική γλώσσα). Είχε καταγάλανα υγρά μάτια, μαύρα λαμπερά μαλλιά με ασημένιες ανταύγειες και ένα κορμί γεμάτο περίτεχνες καμπύλες. Είχε τη θλίψη των δακρύων και την ορμή των κυμάτων και τριγυρνούσε μόνη της στα βράχια και στις θαλασσοσπηλιές του Αιγαίου. Οι άνθρωποι και τα πλάσματα της θάλασσας τη θαύμαζαν μα την απέφευγαν γιατί ήταν τόσο ευμετάβλητη που δεν ήξερες τι θα σου ξημέρωνε αν βρισκόσουν κοντά της. Εκεί που ήταν ήρεμη και στόλιζε τα μαλλιά της με κάποια ανεμώνη, καθρεφτίζοντας την ομορφιά της στα ήσυχα νερά, εκεί αγρίευε ξαφνικά και φούσκωνε η θάλασσα και γινόταν χαλασμός.
Μία νύχτα που ήταν καθισμένη στο αγαπημένο της βραχάκι κοντά στα στενά της Χαλκίδας, είδε ένα πλεούμενο να πλησιάζει απειλητικά προς το μέρος της. Ήταν ο Εύριπος που είχε κινήσει να κουρσέψει την παραθαλάσσια πόλη και τους κατοίκους της. Τρόμαξε εκείνη κι αντάριασαν τα νερά και θέριεψαν τα κύματα να τον διώξουν. Μα εκείνος ήξερε να δαμάζει τα άγρια κύματα όπως κανένας άλλος και γοητευόταν από την ορμή και τα τερτίπια της θάλασσας. Ποτέ του δεν έπλευσε σε ήρεμα νερά κι έτσι όσο εκείνη προσπαθούσε να τον διώξει, τόσο εκείνος ελκυόταν προς το μέρος της. Μέχρι που την αντίκρισε. Σάστισε τότε, έμεινε σαν άγαλμα να την κοιτά κι άφησε τα κουπιά να πέσουν από τα χέρια του στη θάλασσα. Στην παγωμένη, απροσπέλαστη καρδιά του άναψε φωτιά μεγάλη. Ο Έρωτας, που μόλις τον είχε πετύχει με το βέλος του, έριξε άλλο ένα στην καρδιά της νύμφης, έκλεισε το μάτι στο Νηρέα που τους παρακολουθούσε, και πέταξε μακριά.
Το πλεούμενο του Ευρίπου, ακυβέρνητο πια, τσακίστηκε στα βράχια. Αυτός με ένα σάλτο βρέθηκε στα πόδια της Μαρέας και υποκλίθηκε στη χάρη, στη δύναμη και στη θλιμμένη ομορφιά της. Κι εκείνη που ποτέ δεν ένοιωσε αγάπη και δε νοιάστηκε για κανένα πλάσμα πάνω στη γη, τώρα έτρεμε από συγκίνηση καθώς την ακουμπούσε. Αγκαλιάστηκαν και χάθηκαν μέσα στη δίνη της αγάπης τους. Τα νερά , που υπάκουαν στις ψυχικές διακυμάνσεις τόσο του Εύριπου όσο και της Μαρέας δημιούργησαν στο σημείο αυτό πολλές πολλές δίνες. Ο έρωτας αυτός έμεινε ανεξίτηλος στους αιώνες και η Μαρέα με τον Εύριπο που είχαν βαρεθεί να θαλασσοδέρνονται μόνοι τους στα πελάγη, έχτισαν το σπίτι τους από κοράλλια στα βράχια της Χαλκίδας. Μα μη νομίζετε πως όλα κύλησαν ρόδινα και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, όπως λένε στα παραμύθια…
Το θαλασσινό ζευγάρι γέννησε δύο δίδυμες κόρες, την Πλημμυρίδα και την Άμπωτη. Ήταν δύο πολύ σκανταλιάρικα κορίτσια που είχαν πάρει μεν τις χάρες των γονιών τους, είχαν κληρονομήσει όμως  και τον άστατο χαρακτήρα τους γι αυτό τσακώνονταν συχνά πυκνά κι έκαναν τη θάλασσα να αγριεύει. Θηριώδη κύματα σηκώνονταν στους καυγάδες τους και η πόλη που φιλοξένησε τον έρωτα των γονιών τους κόντευε να καταποντιστεί. Οι Χαλκιδαίοι παρακάλεσαν τη Μαρέα να κάνει κάτι για να σταματήσει τους τσακωμούς των ευέξαπτων κορασίδων. Μάταια όμως προσπαθούσε να τις ηρεμήσει. Τι κι αν ζήτησε τη βοήθεια του άντρα της, χαμένος κόπος οι τιμωρίες και οι απειλές. Δεν ησύχαζαν με τίποτα. Τότε ζήτησαν τη βοήθεια του σοφού γερο-Νηρέα. Αυτός βρήκε πάλι τη λύση. Με τόσες κόρες που είχε μεγαλώσει ο ίδιος, ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Στα γενέθλιά τους, τους έκανε δώρο μία ασημένια μπάλα κι ένα δίχτυ. Έστησε το δίχτυ στο πιο στενό πέρασμα και τοποθέτησε τη μία κόρη στο Βορρά και την άλλη στο Νότο. Τους είπε πως ο κανόνας του παιχνιδιού ήταν να πετούν τη μπάλα η μία στην άλλη χωρίς να πέσει κάτω. Ενθουσιασμένες οι μικρές, σταμάτησαν τους τσακωμούς και ρίχτηκαν στο παιχνίδι. Πήραν μάλιστα για συμπαίκτες και άλλα πλάσματα της θάλασσας. Τα νερά μπορεί να μην ηρέμησαν, όμως τώρα οι κάτοικοι ήξεραν πως μια πάνε από ‘δω μια πάνε από ‘κει και μπορούσαν να κανονίζουν πότε θα βγαίνουν για ψάρεμα και πότε θα επιστρέφουν. Η Πλημμυρίδα και η Άμπωτη χωρίστηκαν για πάντα από το δίκτυ και δεν μπορούσαν να πιαστούν πάλι στα χέρια. Όμως παρέμειναν πάντα μαζί σε ένα αιώνιο παιχνίδι.
Ο Δίας χάρηκε με την έκβαση των γεγονότων. Οι άνθρωποι δεν κινδύνευαν πια από τις επιδρομές του Ευρίπου, ούτε από τις κακοκεφιές της Μαρέας. Όμως κάτι έπρεπε να γίνει με το Φαέθωνα και την Εκάτη. Ήταν και οι δύο πολύ λυπημένοι που τους είχε χωρίσει για πάντα. Ο Ήλιος ήταν χλωμός και ψύχος επικρατούσε στη Γη και η Σελήνη είχε κρυφτεί σε μία σπηλιά και δε φώτιζε πια τις νύχτες. Ο άρχοντας των θεών που γινόταν  πολύ γενναιόδωρος όταν ήταν στις καλές του, επέτρεψε στους δύο ερωτευμένους να συναντιούνται κάποιες μέρες κάθε μήνα στον ουρανό. Στη Μαρέα, που ήταν κόρη του Ποσειδώνα δεν άρεσε αυτό. Αντίθετα, ο Εύριπος χαιρόταν να βλέπει ξανά μαζί τους γονείς του. Τις ημέρες της συνάντησης, το θαλασσινό ζευγάρι λογομαχούσε και η θάλασσα αγρίευε και φούσκωνε, μα τις νύκτες που τα ουράνια σώματα απομακρύνονταν το ένα από το άλλο, ησύχαζαν κι αυτοί, αγκαλιάζονταν, κι έβαζαν τις μικρές νωρίς για ύπνο για να χαρούν τον έρωτά τους. Γαλήνευε τότε και η θάλασσα και μαζί με αυτή που είναι η μητέρα όλων των όντων γαλήνευε και η πλάση ολόκληρη. Μέχρι την επόμενη συνάντηση…

Συγγραφέας: Μαρία Μποτέα - Σπουδάστρια Tabula Rasa 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου